πολυγράφηση

πολυγράφηση
η
η λήψη ή παραγωγή πολλών αντιγράφων με πολυγράφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυγράφηση — η, Ν [πολυγραφώ] εκτύπωση κειμένου με πολύγραφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”